συγκοπή — cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… … Dictionary of Greek
συγκοπῇ — συγκόπτω chop up aor subj pass 3rd sg συγκοπή cutting up into small pieces fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκοπή — συγκοπή , συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπαῖς — συγκοπή cutting up into small pieces fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπαί — συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπῆς — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπήν — συγκοπή cutting up into small pieces fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπῶν — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκοπτικός — ή, όν, ΜΑ [συγκόπτω] μσν. αυτός που επιφέρει συγκοπή, λιποθυμία αρχ. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοπή. επίρρ... συγκοπτικῶς Α όπως αυτός που υπέστη συγκοπή … Dictionary of Greek